ωμόβρωτος

ωμόβρωτος
-ον, Α
αυτός που έχει φαγωθεί ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. πολύ-βρωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὠμόβρωτον — ὠμόβρωτος eaten raw masc/fem acc sg ὠμόβρωτος eaten raw neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμοβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α 1. ωμοβόρος 2. ὠμόβρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”